χρηματιστηριακές

χρηματιστηριακές
η , ό[ν] биржевой;

χρηματιστηριακέςες πράξεις (συναλλαγές, αξίες) — биржевые операции (сделки, фонды);

χρηματιστηριακέςή κερδοσκοπία — биржевая игра


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "χρηματιστηριακές" в других словарях:

  • χρηματιστηριακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρηματιστήριο ή αυτός που γίνεται μέσω τού χρηματιστηρίου 2. φρ. α) «χρηματιστηριακά δικαστήρια» ειδικά δικαστήρια, αρμόδια για την εκδίκαση τών διαφορών που προκύπτουν κατά τις χρηματιστηριακές… …   Dictionary of Greek

  • έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… …   Dictionary of Greek

  • ακινησία — η (Α ἀκινησία) 1. έλλειψη. κινήσεως, το να μην κινείται κανείς 2. αδυναμία, ανικανότητα για κίνηση νεοελλ. (για εμπορικές ή χρηματιστηριακές συναλλαγές) στασιμότητα, απραξία, αισθητή ελάττωση τών εργασιών αρχ. έλλειψη ευκινησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • δώρο — το (AM δῶρον) 1. ό,τι προσφέρεται ως δείγμα φιλίας, ευαρέσκειας, χάρισμα («γαμήλιο δώρο») 2. αγαθά (ψυχικά, πνευματικά, σωματικά, υλικά κ.λπ.) που δίνει η φύση ή οι θεοί («θεῶν ἐρικυδέα δῶρα» η ομορφιά είναι δώρο τής φύσεως) 3. προσφορές τών… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • παριτέ — η άκλ. διεθνής όρος που χρησιμοποιείται για νομίσματα ή χρηματιστηριακές αξίες και σημαίνει την εμπορική ή ανταλλακτική ισοτιμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. parite (< λατ. par, paris «ίσος»), πρβλ. πάρι] …   Dictionary of Greek

  • χαλάρωση — Όρος της οικονομολογίας με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ανακοπή της παραγωγικής δραστηριότητας που προκαλείται από πρόσκαιρη ανισορροπία μεταξύ των βασικών παραγόντων του οικονομικού συστήματος. Η χ. παρατηρείται συνήθως όταν η παραγωγή, η… …   Dictionary of Greek

  • χρηματιστήριο — Το χ. είναι η επίσημη αγορά, όπου συναντώνται τα πρόσωπα που πωλούν και αγοράζουν ορισμένα αγαθά. Το χ. διαφέρει από τις άλλες αγορές ως προς το ότι τα αγαθά που ανταλλάσσονται σε αυτό δεν υπάρχουν αυτούσια. Για τον λόγο αυτό μπορούν να είναι… …   Dictionary of Greek

  • χρηματιστής — ο, ΝΑ [χρηματίζω] νεοελλ. πρόσωπο που ασχολείται με χρηματιστηριακές εργασίες και, σύμφωνα με τον νόμο, θεωρείται έμπορος που ασκεί δημόσιο λειτούργημα αρχ. 1. αυτός που ασχολείται με τον προσπορισμό χρημάτων 2. (στην Αίγυπτο) δικαστής …   Dictionary of Greek

  • βιντεοπαιχνίδι — (video game). Ο όρος αναφέρεται σε ηλεκτρονικό παιχνίδι που συνήθως βασίζεται σε μικροεπεξεργαστή και το οποίο παίζεται με την εμφάνιση εικόνων σε οθόνη, και με τον παίκτη να καθοδηγεί τη δράση μέσω μιας συσκευής ελέγχου, συνήθως με πλήκτρα ή… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»